- παρελαύνων
- παρελαύ̱νων , παρελαύνωdrive bypres part act masc nom sgπαρελαύ̱νων , παρελαύνωdrive bypres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
гонити — ГОН|ИТИ (197), Ю, ИТЬ гл. 1. Быстро передвигаться: Римлѩнинъ… гонѩ на кони, въсхытивъ нѣкоѥго ѹношю (παρελαύνων) ГА XIII–XIV, 161г; Иже въ б҃гаствѣ гордить вельми, то подобенъ ѥсть мѹжю, гонѩщю на неподъкованѣ конѣ по голѹ ледѹ Пч к. XIV, 122 об … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
παρελαύνω — ΝΑ / και παρελάω Α [ελαύνω] διέρχομαι κοντά από κάτι, περνώ μπροστά από κάπου νεοελλ. 1. (για στρατό, οργανώσεις, σχολεία) περνώ κατά φάλαγγα ή κατά παραγωγή μπροστά από αρχηγό ή από τιμώμενο πρόσωπο, περνώ από τους κεντρικούς δρόμους μιας πόλης… … Dictionary of Greek
ρόθιος — ον, θηλ. και ῥοθία και ποιητ. τ. ῥοθιάς, άδος, Α [ῥόθος] 1. (κυρίως για τα κύματα) αυτός που κινείται ορμητικά, με θόρυβο (α. «ἀμφὶ δὲ κῡμα βέβρυκε ῥόθιον», Ομ. Οδ. β. «ἦ ῥοθίοις εἰλατίναις δικρότοισι κώπαις ἔπλευσαν», Ευρ. γ. «εὐθὺς δὲ κώπης… … Dictionary of Greek